- χαβιαροχανίτης
- οαυτός που αγαπάει πάρα πολύ το χρήμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαβιαροχανίτης — ο, Ν σαράφης, αργυ ραμοιβός πολύ συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαβιαρόχανο, τοπωνύμιο στην Κωνσταντινούπολη, + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek